ἀναπαυομένου

ἀναπαυομένου
ἀναπαύω
make to cease
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • Μπρόουερ, Μαρσέλ — (Marcel Breuer, Πεκς 1902 –). Ούγγρος μορφολόγος σχεδιαστής και αρχιτέκτονας. Το 1918 άρχισε τις σπουδές του στο Μπαουχάους της Βαϊμάρης και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε διευθυντής του εργαστηρίου των επίπλων και συνεργάτης του Βάλτερ Γκρόπιους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”